Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Ο Γ Κοτζιούλας για την Πολυδούρη


Η Πολυδούρη ήταν πηγή εμπνεύσεως για άλλους ομοτέχνους της.Ας δούμε εδώ πώς την βλέπει ο Στρατευμένος στην αριστερά λογοτέχνης λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της στην συλλογή του "Εφήμερα,1932"

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ



Πολύ ακριβά πληρώσατε, Μαρία
τη φήμη –πολυτέλεια περιττή–

που σ’ ανθοδέσμες ήρθε προσφερτή

στην πιο βαριά γυναίκεια καρτερία.



Η αριστοκρατική παρηγορία,

που στάθηκε στην κλίνη σας κλαφτή,

δεν ήταν συγκατάβαση αρκετή
για τρίτη θέση μες τη «Σωτηρία»;



Ω, αν πέρασε η ζωή σας τραγωδία

κι έπρεπε να φανεί η μοιραία στιγμή

για να προφτάσει η επίσημη τιμή,



θα φύγετε όμως με τη συνοδεία

της τυμπανοκρουσίας των θαυμαστών

Ελλήνων κριτικών και ποιητών.


Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στην Πλατανούσα του νομού Αρτας από οικογένεια φτωχών αγροτών. Αποφοίτησε από το σχολαρχείο του Καλεντζίου και στη συνέχεια από το γυμνάσιο της Αρτας. Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου με χίλιες δυο στερήσεις κατόρθωσε να φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή.

Εργάστηκε ως διορθωτής, μεταφραστής και συντάκτης σε εκδοτικούς οίκους και περιοδικά. Το 1934 προσβλήθηκε από φυματίωση και παρέμεινε για έξι χρόνια σε σανατόρια της Πάρνηθας, της Πεντέλης και της Αθήνας. Το Νοέμβριο του 1941 ξαναγύρισε στο χωριό του, όπου δεν άργησε να αναμιχθεί στην Αντίσταση.

Βγήκε στο βουνό και οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ηπείρου, συγκρότησε θίασο που γυρνούσε στα χωριά και έδινε παραστάσεις, ενώ μετά τη Βάρκιζα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πέθανε στην Πεντέλη το 1956.

Τα πιο γνωστά έργα του «Εφήμερα», «Σιγανή Φωτιά», «Η δεύτερη ζωή», «Γρίφος», «Πού τραβάει η ποίηση;, Το θέατρο στο βουνό»
Περισσότερα για τον Κοτζιούλα στον Ριζοσπάστη του 1995

Σ’ έναν νέο που αυτοκτόνησε


Η Μαρία Πολυδούρη είναι περισσότερο γνωστή για τον άτυχο έρωτα της με τον ποιητή Κ Καρυωτάτη και λιγότερο για το έργο της. Εδώ θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές πληροφορίες για την ζωή και το έργο της όπως αυτές δημοσιεύτηκαν στην Βικιπαιδεία και θα παρουσιάσουμε το ποίημα της "Σ’ έναν νέο που αυτοκτόνησε" πού είναι ο θρήνος της για τον χαμένο ποιητή.

Γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.

Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο "Ο πόνος της μάνας". Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα 16 της διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.

Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργάζεται και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίζονται και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.

Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημερώνει αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος είναι πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του και θεωρεί ότι η ασθένειά του είναι πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.

Το 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάζεται στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπάει πάντα τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα προλαβαίνει να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.

Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική αλλά δεν προλαβαίνει να εργαστεί γιατί προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στη "Σωτηρία" όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος". Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την καταβάλλει και, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 αφήνει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.

Το έργο της

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι ο δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της Κώστα Καρυωτάκη αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κ. Σεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη: "Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία {...}, γι'αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση...".

Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Αστάρτη", σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο "Βρέχει Φως". Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασσικοί έντεχνοι και ροκ. Ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και το συγκρότημα "Πληνθέτες".

Σ’ έναν νέο που αυτοκτόνησε
Aυτόν τον κατεδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Oι ασχολίες του, οι χαρές, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.

Tα βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές. Bίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.

Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
ανάμεσά μας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Tην υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.

Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.

Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλο σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.

Eίχε μια τέτοια απλότη και γαλήνη,
μια γελαστή μορφή ζωντανεμένη!
Όλος μια ευχαριστία σα νάχε γίνει.
Kι η αιτία του κακού σημαδεμένη.

Μαρία ΠΟλυδούρη

Σύνδεσμοι: Περί γραφής και Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) - ἡ εὐαίσθητη ποιητικὴ γραφίδα

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Η γελοιογραφία της ημέρας

Η γελοιογραφία κατά την γνώμη του γράφοντος είναι το πιο οξύ και περιεκτικό σχόλιο. Νομίζω το ίδιο συμβαίνει και με την χθεσινή του Μητρόπουλου στο "Βήμα"

Η επανάσταση και ο φωτογράφος χωρίς όνομα











Αντιγράφω από το χθεσινό "Βήμα"

Σαράντα χρόνια μετά τη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου, όταν οι κάτοικοι της τσεχοσλοβακικής (τότε) πρωτεύουσας είδαν το όνειρο του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» να σβήνει κάτω από τις ερπύστριες των σοβιετικών αρμάτων μάχης. Ο Γιόζεφ Κουντέλκα ήταν ανάμεσά τους με τη φωτογραφική μηχανή του και έκανε το πρώτο βήμα προς τη διεθνή αναγνώριση με φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν σε όλον τον ελεύθερο κόσμο χωρίς το όνομά του

Πέρασαν κιόλας 40 χρόνια από τη μαύρη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου 1968 - τότε που οι κάτοικοι της Πράγας είδαν, μέσα στο κατακαλόκαιρο, τη σύντομη πολιτική τους Ανοιξη να μετατρέπεται σε ζοφερό χειμώνα και τον (ουτοπικό αλλά τόσο εύηχο!) «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» να συνθλίβεται κάτω από τις ερπύστριες των ρωσικών αρμάτων μάχης. Αυτή τη φορά οι Ρώσοι δεν είχαν έρθει, όπως το '45, για να απελευθερώσουν τους Τσεχοσλοβάκους από τον μελανοχίτωνα ζυγό του ναζισμού· αντίθετα, είχαν γίνει οι ίδιοι φορείς ενός ντυμένου στα κόκκινα αλλά εξίσου απάνθρωπου και ιμπεριαλιστικού φασισμού, είχαν έρθει για να απελευθερώσουν τους άτακτους «υπηκόους» του σοβιετικού imperium από τον μεγαλύτερο εχθρό τους, τον εαυτό τους...

Οι Ρώσοι δεν ήρθαν βέβαια μόνοι τους: τους κάλεσαν στην Πράγα, με σειρά μυστικών επιστολών, οι ίδιοι οι δήθεν σύντροφοι του βασικότερου εκφραστή της Ανοιξης, του Σλοβάκου Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ, οι κομματικοί μανδαρίνοι που έτρεμαν μη χάσουν την εξουσία και την περιώνυμη χρυσή κουτάλα της. Στις επιστολές αυτές, που είχαν αποδέκτη τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, η δράκα αυτή - ο Ιντρα, ο Μπίλακ, ο Κόλντερ, ο Σβέστκα - αυτοαποκαλούνταν «υγιείς δυνάμεις» του κόμματος και ζητούσαν επισταμένως την «αδελφική βοήθεια» της μαμάς ΕΣΣΔ προτού «η ξενοκίνητη», έλεγαν, «αντεπαναστατική κλίκα επικρατήσει ολοκληρωτικά στην κοινωνία». Και ο Μπρέζνιεφ, αυτή η προσωποποίηση της νομενκλατούρας και του γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού - και για πολλούς ο μέγας νεκροθάφτης του σοσιαλιστικού ονείρου, μετά τη σύντομη όσο και αμφιλεγόμενη μετασταλινική «αναλαμπή» του Νικίτα Χρουστσόφ - εισάκουσε τις οιμωγές τους αποστέλλοντας στην Τσεχοσλοβακία 400.000 βαριά οπλισμένους «κομμουνιστές»...

Ο Ντούμπτσεκ δεν ήταν βέβαια ούτε «δεξιός» ούτε πράκτορας ούτε - πολύ περισσότερο - «αντικομμουνιστής». Τουναντίον, υπήρξε ένας κλασικός κομματικός «απαράτσικ», ένα στέλεχος του κόμματος με βαθιά μαρξιστική παιδεία, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε κατακτήσει την εξουσία στη χώρα με ένα τυπικό εσωκομματικό «αυλικό πραξικόπημα» - αντικαθιστώντας τον αμόρφωτο, γηραλέο και καταγέλαστο, ακόμη και από τους ίδιους τους πιστούς οπαδούς του ΚΚ, Αντονιν Νόβοτνι, τον άνθρωπο που από το κομμουνιστικό πραξικόπημα του 1948 και το τέλος της τριετούς «λαϊκής δημοκρατίας», της πραγματικής «Ανοιξης», και δώθε εκπροσωπούσε για τους Τσεχοσλοβάκους όλα τα αρνητικά στοιχεία του καθεστώτος: τη φτώχεια, την υπανάπτυξη, την έλλειψη βασικών αγαθών, την καφκική γραφειοκρατία, την πανταχού παρούσα διαφθορά, τη διγλωσσία των κομματικών ΜΜΕ και φυσικά τη δουλικότητα έναντι των ξένων «αφεντικών» από την Ανατολή. Και βέβαια το τεράστιο οικονομικό και πολιτισμικό χάσμα που χώριζε πλέον την άλλοτε πλούσια χώρα από τους κεντροευρωπαίους γείτονές της, δηλαδή την Αυστρία και τη Δυτική Γερμανία, που καμία προπαγάνδα δεν μπορούσε να κρύψει.

Μάταια θα ψάξει κανείς στο βραχύβιο «Πρόγραμμα Δράσης» του Ντούμπτσεκ και των συντρόφων του - του Τσέρνικ, του Σμρκόφσκι, του Κρίγκελ, του Σπάτσεκ - της «μεταρρυθμιστικής» πτέρυγας του κόμματος κάποια αντισοβιετική ή αντικομμουνιστική πλευρά: ο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», όπως ονόμασαν τη νέα κομματική «γραμμή» τους, περιοριζόταν αυστηρά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και είχε ως στόχο την «εθνική παλιγγενεσία», τον «εκδημοκρατισμό» και πρωτίστως την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ελαφράς, όσο πατάει η γάτα, «φιλελευθεροποίησης» και «αποκέντρωσης» - πάντα μέσα στις γενικότερες μαρξιστικές επιταγές και με σύνθημα το περίφημο «Από καθέναν ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του». Ηθελαν, λέει, να πείσουν τον τσεχοσλοβακικό λαό για τις «λαμπρές προοπτικές του σοσιαλισμού» - αλλά χωρίς κουβέντα για πολυκομματική δημοκρατία, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, κατάργηση της λογοκρισίας και πλήρη ελευθερία έκφρασης και άλλα τέτοια «ταμπού».

Ο ορίζοντας για όλα αυτά μάλιστα τοποθετήθηκε στο μακρινό 2000 - ενώ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης με τη Μόσχα, και ιδιαίτερα τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την εισβολή, ο Ντούμπτσεκ παρέμενε σε συνεχή επικοινωνία με τον Μπρέζνιεφ, προσπαθώντας μάταια να τον πείσει για την κομματική νομιμοφροσύνη του... Στην τελευταία τους κατ' ιδίαν συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου στην κομματική «ντάτσα» της Τσιέρνα, όπως και στις δύο τηλεφωνικές συνομιλίες που ακολούθησαν, ο Ντούμπτσεκ έφτασε να υποσχεθεί στον σοβιετικό «τσάρο» πως θα αποκαθιστούσε «πάση θυσία» το χαμένο κύρος του κόμματος - ακόμη και με σκληρά μέτρα καταστολής. Ο Μπρέζνιεφ όμως δεν τον πίστεψε: η κόκκινη μηχανή είχε πάρει μπροστά.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η επίσημη τσεχοσλοβακική κυβέρνηση και το κόμμα, πέρα από μια σύντομη ανακοίνωση καταδίκης της εισβολής, δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει την ντε φάκτο κατάκτηση της χώρας ή να οργανώσει κάποια μορφή παθητικής έστω αντίστασης στα ρωσικά τανκς: ο Ντούμπτσεκ και οι «μεταρρυθμιστές» του, που αργότερα ηρωοποιήθηκαν για τη «γενναία» δήθεν στάση τους, περίμεναν υπομονετικά τη σύλληψή τους στα γραφεία του κόμματος - οι άπραγοι της Πράγας... Τα περισσότερα βαρέα άρματα μάχης και οχήματα μεταφοράς προσωπικού που βλέπετε στις διάσημες φωτογραφίες του Γιόζεφ Κουντέλκα δεν μπήκαν οδικώς στη χώρα αλλά μεταφέρθηκαν μέσα σε τεράστια σοβιετικά μεταγωγικά, τα οποία προσγειώθηκαν χωρίς αντίσταση στα μεγάλα αεροδρόμια της Πράγας, της Μπρατισλάβας και του Μπρνο, όπου τα υποδέχθηκαν με τιμές οι διάφοροι πουλημένοι «απαράτσικ» του στρατού και του κόμματος - οι οποίοι, άλλωστε, όπως είδαμε νωρίτερα, τα είχαν «αρμοδίως» προσκαλέσει.

Εκεί ακριβώς έγκειται και το πραγματικό μεγαλείο της αντίστασης του τσεχοσλοβακικού λαού, που επί μία εβδομάδα - ακέφαλος, ανοργάνωτος, εγκαταλελειμμένος στη μοίρα του (όπως ακριβώς και στο Μόναχο, το 1938) από τους δυτικούς «φίλους», που μόνο κροκοδείλια δάκρυα έχυσαν για χάρη του - πρόβαλλε τα στήθη του στα ρωσικά τανκς και στους ντόπιους συνεργάτες του Κρεμλίνου. Οχι με τα πιστόλια και τις μολότοφ - αν και δεν έλειψαν εντελώς και αυτά - αλλά με τα αυτοσχέδια οδοφράγματα, τα πάσης φύσεως μικροσαμποτάζ, τα εμπρηστικά συνθήματα στους τοίχους και τις παράνομες ραδιοφωνικές εκπομπές, την ανοιχτή περιφρόνηση προς τους ρώσους φαντάρους και πάνω απ' όλα με το ανίκητο, διαβρωτικό χιούμορ των απλών ανθρώπων που μετέτρεψε για λίγες ημέρες την Πράγα σε παγκόσμια πρωτεύουσα της σάτιρας απέναντι στους ισχυρούς, μια πόλη που θα έκανε υπερήφανους τον Διογένη και τον Αριστοφάνη...

«Χέσαμε τη Δύση και τα σκατά μάς ήρθαν από την Ανατολή - ιδού η απόδειξη πως η Γη είναι στρογγυλή!» έγραψε ένα αόρατο χέρι στους σημαδεμένους από σφαίρες τοίχους της πλατείας Βάτσλαβσκε στην παλιά πόλη. Αλλα χέρια, αψηφώντας τα πολυβόλα, ξεγλιστρούσαν τη νύχτα ανάμεσα στα τανκς και ζωγράφιζαν πάνω στη θωράκιση σβάστικες στο εσωτερικό των κόκκινων αστεριών. «Γνωρίσατε τον πολιτισμό, τώρα τραβάτε σπίτια σας!» φώναζαν - σε άψογα ρωσικά - ανώνυμες γυναίκες στους πεινασμένους και κουρασμένους Ρώσους, στους οποίους αρνήθηκαν να πουλήσουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί ή ένα ποτήρι νερό: «Ούτε νερό (voda, στα τσεχικά) ούτε βότκα στον κατακτητή»!

Η μαζική «ανυπακοή» πληρώθηκε ακριβά: πάνω από 100 νεκροί, 400 βαριά και 500 ελαφρά τραυματισμένοι είναι ο σύγχρονος, ψύχραιμος απολογισμός της τραγωδίας. Οι περισσότεροι, νέοι άνθρωποι που χάθηκαν είτε από τον «υπερβάλλοντα ζήλο» των ρώσων στρατιωτών (σαν τον νεαρό άνδρα που εκτελέστηκε εν ψυχρώ με μια ριπή ενώ διαδήλωνε μπροστά στο κτίριο του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας) ή από ατύχημα (σαν την ανώνυμη γυναίκα που συνεθλίβη κάτω από τις ερπύστριες όταν ένα τανκ πέρασε μέσα από το πλήθος των διαδηλωτών σε κεντρική πλατεία της Πράγας). Χιλιάδες ήταν και οι συλληφθέντες - άλλοι από την πρώτη ημέρα...

Στις 27 του μηνός, έτσι κι αλλιώς, όλα είχαν τελειώσει. Ο Μπρέζνιεφ και το σοβιετικό «πρεζίντιουμ» συνειδητοποίησαν ότι η εισβολή είχε αποτύχει πολιτικά και διέταξαν την «απελευθέρωση» των αντιφρονούντων. Το άτακτο πρόβατο έπρεπε να επιστρέψει μόνο του στο μαντρί - και ο Ντούμπτσεκ, που μαζί με τους συντρόφους του είχε μεταφερθεί «για λόγους ασφαλείας» σε ένα δάσος της Ουκρανίας, επέστρεψε πράγματι για να ψελλίσει από ραδιοφώνου μια κακογραμμένη «ξύλινη» ομιλία για την ανάγκη «σταθεροποίησης» και «ομαλότητας».

Οι ομοεθνείς του, νικημένοι αλλά συνάμα νικητές, όχι μόνο τον συγχώρεσαν αλλά τον αναγόρευσαν σε μάρτυρα: ακόμη και από τα ερτζιανά μπορούσαν θαρρείς να δουν το χαμογελαστό του πρόσωπο, το τόσο διαφορετικό από εκείνο του Νόβοτνι, να τους μιλάει για ένα καλύτερο μέλλον και για έναν σοσιαλισμό (ή έστω, διάβολε, έναν «λαϊκό καπιταλισμό»!) με ανθρώπινο πρόσωπο, που ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, πολλοί από αυτούς περιμένουν να έρθει...

Η Τσεχοσλοβακία βέβαια έκανε από τότε μεγάλα βήματα: από «αποπαίδι» του Συμφώνου της Βαρσοβίας έγινε ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, σημείωσε θεαματική - αν και κοινωνικά άνιση - οικονομική ανάπτυξη και εξελίχθηκε σε σημαντικό τουριστικό προορισμό. Πλήρωσε ωστόσο και ακριβό τίμημα - πρώτα με τη μορφή του βιαστικού «βελούδινου διαζυγίου», που ικανοποίησε τον σλοβακικό και τον τσεχικό εθνικισμό αλλά αποδυνάμωσε τη χώρα, και ύστερα με τη μορφή της εγκατάλειψης του κράτους προνοίας και την πρόσδεση στο πολιτικο-οικονομικό άρμα της Γερμανίας, των ΗΠΑ και άλλων μεγάλων δυνάμεων-«σωτήρων» που έσπευσαν, ως συνήθως, να καλύψουν το κενό εξουσίας μετά την αποχώρηση των Ρώσων.

Σήμερα η κοινή της γνώμη μοιάζει πιο διχασμένη, γεωπολιτικά, παρά ποτέ - καθώς η «φιλοατλαντική» πλέον ηγεσία της ετοιμάζεται να εγκαταστήσει στο έδαφός της τα ραντάρ της περιβόητης αντιπυραυλικής ασπίδας των ΗΠΑ - μετατρέποντας την Τσεχία για μία ακόμη φορά σε στόχο του ρωσικού στρατού, παρά την αντίθετη γνώμη του 70% των τσέχων πολιτών. Αρκετοί Τσέχοι, ανήσυχοι για την υπερβολικά «δυτικόστροφη» πορεία της χώρας, έχουν ήδη αρχίσει να νοσταλγούν τα χαμένα συνθήματα της Ανοιξης του '68: Ελευθερία, σοσιαλισμός, κυριαρχία και αυτοδιάθεση...
Κουντέλκα: φωτογραφικό «καρτέρι» στα τανκς

«Καρτέρι» στα τανκς είχε στήσει με τη φωτογραφική του μηχανή και ένας νεαρός Τσέχος, ο Γιόζεφ Κουντέλκα. Γιος ράφτη από το μικρό χωριό Μποσκοβίτσε, ο Κουντέλκα πέρασε ένα καλοκαίρι στα 14 του μαζεύοντας φράουλες για να αγοράσει την πρώτη του κάμερα και στη συνέχεια ασχολήθηκε κυρίως με την απαθανάτιση θεατρικών παραστάσεων - προτού η μοίρα του κάνει κυριολεκτικά κλικ. «Δεν είχα ιδέα για τη φωτοειδησεογραφία» λέει σήμερα σε μία από τις - σπανιότατες - συνεντεύξεις του, «αλλά τα συναισθήματά μου για τα όσα συνέβαιναν ήταν πολύ δυνατά. Ηταν η δική μου χώρα, το δικό μου πρόβλημα. Αυτές τις φωτογραφίες τις τράβηξα για τον εαυτό μου, δεν είχα σκοπό να τις δημοσιεύσω. Δεν είμαι ιδιαίτερα θαρραλέος: απλά, όπου και να κοιτούσα γύρω μου, υπήρχε κάτι ενδιαφέρον για να φωτογραφίσω»...

Αυτές οι «ιδιωτικές» φωτογραφίες από την εξεγερμένη Πράγα, για τις οποίες ο Κουντέλκα έπαιξε κορόνα-γράμματα τη ζωή του, περιλαμβάνονται σήμερα ανάμεσα στα σπουδαιότερα φωτορεπορτάζ του 20ού αιώνα. Εναν ολόκληρο χρόνο μετά την εισβολή, τα «καυτά» αρνητικά έφθασαν λαθραία στα γραφεία του πρακτορείου Magnum, στο Παρίσι, και από εκεί στις σελίδες των «Sunday Times», με την υπογραφή ΡΡ - Prague Photographer, ο ανώνυμος φωτογράφος της Πράγας. Ο κόσμος έμεινε άφωνος από το άγνωστο ως τότε μεγαλείο των τσέχων και σλοβάκων αγωνιστών. Λίγους μήνες αργότερα ο Κουντέλκα έλαβε - δι' αντιπροσώπου, φυσικά, αφού η ζωή του συνέχιζε να κινδυνεύει όσο παρέμενε πίσω από το Παραπέτασμα - το βραβείο Ρόμπερτ Κάπα «για λήψη φωτογραφιών που απαίτησαν εξέχον θάρρος».

Το 1970 πήρε μια τρίμηνη άδεια εργασίας για την Αγγλία: ξαναείδε την πατρίδα του μετά την πτώση του Τείχους το 1989. Παραμένει ωστόσο «πολίτης του κόσμου», αμετανόητος ταξιδευτής και ερωτευμένος με τον φωτογραφικό φακό: «Εξακολουθώ να μην έχω αυτοκίνητο, τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο και... σύζυγο. Ο,τι δεν έχω δεν το χρειάζομαι. Για μένα το πιο σημαντικό είναι να ξυπνάω το πρωί, να νιώθω καλά και να βγαίνω έξω να τραβήξω φωτογραφίες». Και συμπληρώνει χαμογελώντας, αυτό το γνήσιο τέκνο της Ανοιξης: «Κάποιος στην Ιταλία μου είπε ότι είμαι το σκυλί που ξέφυγε από την αλυσίδα... Εύχομαι να πεθάνω φωτογραφίζοντας»!

Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται εδώ αποτελούν δουλειά του Γιόζεφ Κουντέλκα και προέρχονται από την ίδια εφημερίδα. Η δημοσίευση κρίθηκε απαραίτητη για θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Η καλλιέργεια ιστορικής μνήμης είναι πολλαπλά ωφέλιμη για όλους μας

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008

Η άνοιξη της Πράγας και ο Αντώνης Καρκαγιάννης

Ο εκδότης της συντηρητικής Καθημερινής κ Αντώνης Καρκαγιάννης θυμάται την επέτειο της εισβολής των σοβιετικών στρατευμάτων στην τότε Τσεχοσλοβακία. Ο Καρκαγιάννης ήταν τότε κρατούμενος ενός άλλου τυραννικού καθεστώτος, της Χούντας των συνταγματαρχών στο Παρθένι και θυμάται την ατελέσφορη αλλά λίαν αξιοπρεπή πράξη της διαμαρτυρίας των συγκρατουμένων του κατά της εισβολής. Διαβάστε τον

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

H αναμάρτητος κ Χαλκιά



Η γελοιογραφία του Ηλία Μακρή από την Καθημερινή είναι τόσο εύγλωττη που δεν χρειάζεται σχολιασμό

Η Ντόπα , το εθνικό μας σπορ


Η αποβολή της κ Χαλκιά από τους ολυμπιακούς του Πεκίνου για χρήση παρανόμων ουσιών ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Το μεγαλύτερο ρεκόρ που καταγράψαμε σε αυτούς τους αγώνας ήταν η ντόπα, δεκαπέντε μαγκάκια αθλητές μας βρέθηκαν ντοπαρισμένοι Διερωτώμαι αν και οι επιδόσεις μερικών από αυτούς σε προηγούμενες διοργανώσεις ήταν αποτέλεσμα ασκήσεως ή λήψεως ουσιών. Το Σημερινό Βήμα στο editorial του γράφει
"Η προχθεσινή εσοδεία μεταλλίων για αθλήτριες και αθλητές μας στο Πεκίνο, δεν μπορεί να συγκαλύψει το όνειδος που συνοδεύει τα γνωστά πια ντοπαρίσματα, για τα οποία είναι κυρίως υπεύθυνοι οι προπονητές.

Οτι η μέθοδος είναι γενικευμένη (και όχι μόνο στον τόπο μας) δεν αποτελεί μυστικό. Είναι επίσης γνωστό ότι πολλά παράνομα «τονωτικά» για εξασφάλιση επιδόσεων δεν εντοπίζονται πάντοτε εγκαίρως. Παράδειγμα μεγάλη αμερικανίδα δρομεύς που ομολόγησε ότι έκανε χρήση φαρμάκων, μερικά χρόνια αφότου στέφθηκε ολυμπιονίκης!

Για την Ελλάδα, το κακό είναι ότι μετά τη θριαμβευτική επιτυχία των Αγώνων της Αθήνας (που σκιάστηκε όμως από την υπόθεση Κεντέρη-Θάνου) έχομε πάλι προβλήματα αξιοπιστίας που μας διασύρουν διεθνώς.

Μόνη θεραπεία: Να γίνονται εκ προοιμίου αναλύσεις και έλεγχοι σε βάθος για όποιον αθλητή εκπροσωπεί τη χώρα μας σε διεθνείς συναντήσεις. Για να αποφύγομε υποκριτικές «εκπλήξεις» και κροκοδείλια δάκρυα."
Δεν νομίζω ότι μπορεί να διαφωνήσει κανείς πουθενά με τον αρθρογράφο. Εγώ θα τον περίμενα περισσότερο οξύ.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Και πάλιν Παπαντωνίου

Ἀπολογία στὰ Ζῷα

Σὰν ἀλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμάτοι τρόμο οἱ γάτοι
θαρρώντας ποὺ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διαβάτη
ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νὰ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη.

Ὁ ἴσκιος ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ παράμερα τοῦ δρόμου
μέσ᾿ στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ποὺ πάω στὸ φτωχικό μου
νὰ τὄξερε τί ἀνάξιος ὁποὖμαι τέτοιου τρόμου!

Μὲ τῶν προγόνων τους θὰ ζοῦν τὰ θολωμένα φρένα
καὶ τρέμουνε τὸν ἄνθρωπο τὰ ζῷα τ᾿ ἀγαπημένα
ἴσως κι ἐγώ, σκληρὸ παιδί, νὰ τἆχα ἀδικημένα.

Μὰ τώρα ποὔχω μέσα μου ἐλέους κι ἀγάπης βρύση
πολλῶν ψυχῶν τὰ κρίματα μποροῦσε νὰ τὰ σβήσει
στῆς γάτας τὸ γουναρικὸ τὸ χάδι μου ἂν γλυστρήσει.

Στὴ μοναξιά μας τὴν ἱερὴ καὶ τὴ βαθειὰ ἡσυχία
ὅταν ἐκείνη ἀργοπατεῖ στὰ μάταια τὰ βιβλία
δὲν εἶναι ἡ σιωπή μας νοῦς, ὁ λόγος ἀνοησία;

Βουβὴ ἡ ἁφή, μὰ νόημα κι ὑπομονὴ γεμάτη
χαϊδεύοντας τὴ ράχη τοῦ γυρτῆ, ἁπαλή, χνουδάτη,
μιλεῖ τοῦ ζῴου γιὰ τὴ φριχτὴν ἀνθρώπινην ἀπάτη.

Ἂς ἦταν ἡ ἀσημότερη κι ἡ πιὸ κυνηγημένη
στὸ κρύο! τὴ νύχτα! ἀπὸ στενὸ σοκάκι μαζεμένη
ἀπὸ τὶς δοῦλες καὶ τὶς γριὲς ἀναθεματισμένη

ἀπὸ τὸ πετροβόλημα παιδιῶν φοβερισμένη
γιὰ ζεστασιά! γιὰ μίλημα! γιὰ χάδι πεινασμένη
αὐτὴ ποὺ θάτανε γραφτὸ νὰ κάμω εὐτυχισμένη!

Μη μου πείτε ότι δεν είναι λυρικό κομμάτι

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

απειρώτας: Μη μου τους παπάδες τάραττε!

απειρώτας: Μη μου τους παπάδες τάραττε!

Ἡ Μαριγώ


Ο Ζ Παπαντωνίου ήταν από τους τρυφερότερους ποιητές της εποχής του. Απλός αλλά ποτέ απλοϊκός.Δεν συμφωνείτε

Ἡ κοπέλλα ἡ Μαριγὼ
μιὰ δουλειὰ σωστὴ δὲν κάνει.
Τὴν κουζίνα μας ξεχνάνει
καὶ θυμᾶται τὸ χωριό.

Τὰ χεράκια της ἐδῶ,
τὸ μυαλά της ἐκεῖ κάτω.
Πέφτει κι ἔσπασε τὸ πιάτο...
Μαριγούλα, Μαριγώ!

Φέρνει τὸ νερὸ στὸν ὦμο,
μὰ θυμήθηκε ξανά:
«Ποιὸς τὸ δράκο μας κουνᾶ;»
Χύνει τὸ μισὸ στὸ δρόμο.

«Ἡ ἄσπρη κότα τὶ νὰ κάνει;
Τὸ γουρούνι εἶναι γερό;
Ὁ παπποὺς νὰ μὴν πεθάνει;...»
Μαριγούλα, Μαριγώ!

«Θἄβγαλε χηνάκια ἡ χήνα,
θἆναι κίτρινα, σταχτιά,
θὰ τρυγᾶμε αὐτὸ τὸ μήνα,
θὰ μὲ πόνεσε ἡ γιαγιά».

«Τὶ ἔχεις σύννεφο στὰ μάτια,
τὶ ἔχεις ἀναφιλητό;
Κι ἄλλο πιάτο εἶναι κομμάτια,
Μαριγούλα, Μαριγώ;

Πάρε τ᾿ ἄσπρο γιορτινό σου,
τὶς ποδιὲς ποὺ σοῦ φορῶ.
Στὸ χωριό σου, στὸ χωριό σου,
Μαριγούλα, Μαριγώ!»

Εγκλήματα Νεοελλήνων


Αντιγράφω από το σημερινό "Βήμα"
Θύμα ασυνείδητου κυνηγού φαίνεται ότι έπεσε η νεαρή αρσενική αρκούδα, η οποία βρέθηκε νεκρή χθες κοντά στο Βροντερό των Πρεσπών. Η ηλικίας πέντε ετών αρκούδα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του «Αρκτούρου», πυροβολήθηκε από κοντινή απόσταση εννέα φορές, κοντά στα πρώτα σπίτια του οικισμού. «Είναι η δεύτερη αρκούδα η οποία βρίσκεται νεκρή, χτυπημένη από τα πυρά κυνηγετικού όπλου μέσα σε διάστημα ενός μήνα» επισημαίνουν οι ερευνητές του «Αρκτούρου». Στην ευρύτερη περιοχή, πάντως, αγρότες και κτηνοτρόφοι διαμαρτύρονται το τελευταίο διάστημα για καταστροφές στις καλλιέργειες και κυρίως στα κοπάδια από αιγοπρόβατα, λόγω των αρκούδων, τονίζοντας μάλιστα ότι η παρουσία των συγκεκριμένων ζώων έχει αυξηθεί σημαντικά. Οι ειδικοί του «Αρκτούρου» όμως επισημαίνουν ότι κανένα σχετικό αίτημα αποζημίωσης δεν έχει διαβιβαστεί στον ΕΛΓΑ της Δυτ. Μακεδονίας.
Η φιλοζωία του Έλληνα είναι γνωστή!!! από τα δεκάδες χιλιάδες αδέσποτα που κυκλοφορούν στους δρόμους και πέφτουν καθημερινά θύματα ασυνείδητων οδηγών. Αλλά εδώ το πράγμα πάει πολύ, δεύτερη δολοφονία προστατευόμενου είδους μέσα σε ένα μήνα. Οι αιτιάσεις ότι το ζώο κάνει ζημίες στα κοπάδια κρίνονται από μένα τουλάχιστον ως υπερβολικές και τα όποια προβλήματα θα είχαν ξεπεραστεί με καλύτερη φύλαξη των ποιμνίων. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και με τους λύκους και τα αγριογούρουνα που επανήλθαν σε άλλες ορεινές περιοχές της πατρίδας μας και καλά οι λύκοι κάνουν ζημιές στα κοπάδια, τα αγριογούρουνα τι καταστρέφουν τις από δεκαετίες εγκαταλειμμένες καλλιέργειες. Αιδώς Αργείοι!